- εμπροσθουρητικός
- ἐμπροσθουρητικός, -ή, -όν (Α)ζωολ. αυτός που ουρεί προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπροσθουρητικοῖς — ἐμπροσθουρητικός making water forwards masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)